- σατραπικός
- η , ό[ν] своевольный, грубый, деспотичный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σατραπικός — ή, ό / σατραπικός, ή, όν, ΝΜΑ, και σατράπικος, η, ο, Ν [σατράπης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σατράπη («ἡ σατραπικὴ οἰκονομία», Αριστοτ.) νεοελλ. (για άνθρωπο) τυραννικός, δεσποτικός, αυταρχικός αρχ. 1. όμοιος με σατράπη ή αυτός που… … Dictionary of Greek
σατραπικός — ή, ό επίρρ. ά αυθαίρετος, δεσποτικός, τυραννικός: Σατραπική συμπεριφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σατραπικῶν — σατραπικός of a satrap fem gen pl σατραπικός of a satrap masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σατραπικόν — σατραπικός of a satrap masc acc sg σατραπικός of a satrap neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σατραπικαῖς — σατραπικός of a satrap fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σατραπικοῖς — σατραπικός of a satrap masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σατραπικοῦ — σατραπικός of a satrap masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σατραπικῆς — σατραπικός of a satrap fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σατραπική — σατραπικός of a satrap fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σατραπικήν — σατραπικός of a satrap fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σατραπικῷ — σατραπικός of a satrap masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)